Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοὺς ἱππεῖς

См. также в других словарях:

  • ιππείς — Η δεύτερη τάξη στην κοινωνική ιεραρχία της αρχαίας Αθήνας. Περιλάμβανε τους πολίτες που είχαν εισόδημα 300 μεδίμνους (τριακοσιομέδιμνοι). Οι ι. είχαν την υποχρέωση να υπηρετούν σε καιρό πολέμου ως έφιπποι στρατιώτες με δικά τους έξοδα. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Κικέρων — (Marcus Tullius Cicero, Αρπίνο 106 π.Χ. – 43 π.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από οικογένεια πληβείων, η οποία είχε προαχθεί στην τάξη των ιππέων. Το όνομα Cicero προέρχεται πιθανότατα από κάποιο προγονικό παρατσούκλι… …   Dictionary of Greek

  • Σύλλας, Λεύκιος Κορνήλιος — (Lucius Cornelius Silla). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός (138 π.Χ. 78 π.Χ.). Από ξεπεσμένη οικογένεια πατρικίων, ενδιαφέρθηκε για την πολιτική μόνο σε ηλικία 50 ετών· ως τότε τον απασχολούσαν μόνο οι διασκεδάσεις, αν και είχε καταλάβει και… …   Dictionary of Greek

  • Κουστού — (Coustou). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων γλυπτών. 1. Γκιγιόμ Α’ (Guillaume, Λιόν 1677 – Παρίσι 1746). Παρακολούθησε μαθήματα στη Ρώμη κοντά στον Πιερ Β’ Λεγκρό από το 1697 έως το 1700. Τιμήθηκε με το βραβείο της πόλης και το 1704 έγινε μέλος της… …   Dictionary of Greek

  • Έπονα — Θεά των Κελτών. Το όνομά της προέρχεται από την κελτική λέξη έπος που σημαίνει άλογο. Η γαλατορωμαϊκή εικονογραφία την αναπαριστά ντυμένη με μακρύ χιτώνα πάνω σε ένα άλογο που βαδίζει (ποτέ δεν τρέχει ούτε καλπάζει). Κατά τους αυτοκρατορικούς… …   Dictionary of Greek

  • κύκλωση — η (AM κύκλωσις) [κυκλώ (II)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση 2. (ειδ.) το κλείσιμο τού εχθρού σε κλοιό, η περίσφιγξή του απ όλες τις πλευρές (α. «συντελέστηκε η κύκλωση και η αποκοπή τού φρουρίου» β. «πρὶν καὶ τὴν πλέονα… …   Dictionary of Greek

  • λατικλάβιος — ο (Α λατικλάβιος) στον πληθ. οι λατικλάβιοι οι συγκλητικοί και οι πατρίκιοι, που αποτελούσαν την ανώτερη κοινωνική τάξη τών Ρωμαίων και έφεραν χιτώνες με πλατιές παρυφές, σε αντιδιαστολή προς τους αγγουστικλαβίους, τους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»